-
1 клемма
η ακίς της επαφήςο ακροδέκτης, ο σφιγκτήρας, ο συνοχέαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > клемма
-
2 наконечник
η αιχμήτο άκροη κεφαλήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > наконечник
-
3 перепаивание
-я ουδ. (για μέταλλα) ξα-νακόλλημα•перепаивание провода ξανακόλλημα του καλωδίου.
-
4 стянуть
стяну, стянешь, παθ. μτχ. стянутый, βρ: -нут, -а, -оρ.σ.μ.1. σφίγγω-стянуть пояс σφίγγω τη ζώνη•стянуть ремень σφίγγω το λω-ρί.
|| τεντώνω.2. συσφίγγω με•стянуть ремнм συσφίγγω με λωρί•
стянуть болтами συσφίγγω με μπουλόνια.
3. συνδέω, ενώνω τεντώνοντας•стянуть концы оборванного провода τεντώνοντας συνδέω τις άκρες του κομμένου καλωδίου.
|| μαζεύω, συμπτύσσω, κάνω σούρα•стянуть шов при строчке μαζεύω τη ραφή κατά το γάζωμα.
|| απρόσ. σουφρώνω•стянуть губы σουφρώνω τα χείλη.
|| απρόσ. τεντώνω (από σπασμό)•-ло ногу τέντωσε το πόδι.
4. συγκεντρώνω, μαζεύω, συναθροίζω•штаб -ул сюда главные силы το επιτελείο τράβηξε εδώ τις κύριες δυνάμεις.
5. παίρνω, αφαιρώ τραβώντας•стянуть одеяло τραβώ το πάπλωμα-- скатерть со стола παίρνω τραβώντας το τραπεζομάντηλο από το τραπέζι.
|| βγάζω τραβώντας•стянуть перчатку βγάζω το γάντι•
стянуть сапоги βγάζω τις μπότες.
6. (απλ.) παίρνω ζητώ χρηματικό ποσό•сколько с него за лошадь -ли? πόσο του ζήτησαν για το άλογο;
7. κλέβω.1. σφίγγομαι• τεντώνω, -ομαι, δένομαι, γερά. || ενώνομαι, συνδέομαι.2. μαζεύομαι, συμπτύσσομαι.3. συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι.